θησαυρομανία
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
[Seite 1211] ἡ, rasende Sucht nach Schätzen, K. S.
θησαυρομᾰνία: ἡ, μανιώδης ἐπιθυμία πλούτου, Ἐκκλ.