θησαυρομανία

German (Pape)

[Seite 1211] ἡ, rasende Sucht nach Schätzen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θησαυρομᾰνία: ἡ, μανιώδης ἐπιθυμία πλούτου, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

θησαυρομανία, ἡ (Α)
μανιώδης επιθυμία για θησαύριση για πλούτο.