αὐτόκομος

Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

αὐτόκομον,
A with natural hair, shaggy, λοφιά Ar.Ra.822.
II leaves and all, Luc.VH1.40.

Spanish (DGE)

-ον
1 provisto de melena natural λοφιά Ar.Ra.822.
2 provisto de sus hojas κυπάριττοι Luc.VH 1.40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 naturellement velu;
2 avec le feuillage même.
Étymologie: αὐτός, κόμη.

German (Pape)

(κόμη),
1 von selbst, von Natur behaart, λοφιά Ar. Ran. 827.
2 sammt dem Laube, κυπάρισσος Luc. Ver. H. 1.40.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόκομος:
1 косматый (λοφιά Arph.);
2 вместе с листвой (κυπάρισσος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόκομος: -ον, μετὰ φυσικῆς κόμης, δασύς, λοφιὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 822. ΙΙ. σὺν αὐτῇ τῇ κόμῃ, δηλ. σὺν αὐτῇ τῇ κόμῃ τῆς κυπαρίσσου, Λουκ. π. Ἁπ. Ἱστ. Α. 40, ἴδε αὐτόκλαδος.

Greek Monolingual

αὐτόκομος, -ον (Α) κόμη
(για δέντρα) μαζί με την κόμη, το φύλλωμα.

Greek Monotonic

αὐτόκομος: -ον (κόμη
I. αυτός που έχει φυσικά μαλλιά, δασύτριχος, σε Αριστοφ.
II. αυτός που έχει τα δικά του μαλλιά ή φύλλα, σε Λουκ.

Middle Liddell

κόμη
I. with natural hair, shaggy, Ar.
II. hair or leaves and all, Luc.