Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

natural

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for natural - Opens in new window

adjective

opposed to artificial: P. αὐτοφυής (of a harbour).

not produced by external agency: P. and V. αὐτόματος.

he awaits his natural end: P. τὸν αὐτόματον θάνατον περιμένει (Dem. 296).

implanted by nature: P. and V. ἔμφυτος (Euripides, Fragment), σύμφυτος, V. ἐγγενής, συγγενής, σύγγονος.

reasonable, to be expected: P. and V. εἰκώς, εὔλογος.

as is natural: P. and V. ὡς εἰκός, Ar. οἷον εἰκός.

this is neither reasonable nor natural: P. οὔτ' εὔλογον οὔτ' ἔχον ἐστὶ φύσιν τοῦτό γε (Dem. 25).

simple, unstudied: P. and V. ἁπλοῦς.

Spanish > Greek

ἀβασάνιστος, ἀβίαστος, ἄγριος, ἀνεπίπλαστος, ἄπλαστος, ἁπλοϊκός, ἁπλόος, ἀσκεύαστος, αὐτοδαής, αὐτοδημιούργητος, αὐτοδίδακτος, αὐτόθεν, αὐτοκατασκεύαστος, αὐτοκμής, αὐτόκτιτος, αὐτόματος, αὐτόμορφος, αὐτοπόνητος, αὐτόπονος, αὐτόσκευος, αὐτουργός, αὐτοφυής, αὐτόφυτος, αὐτόχθων, ἐγγενής, εἰκώς, ἑκούσιος, ἔμφυλος, ἔμφυτος, ἐνδιάθετος, ἐνυπόστατος, εὔλογος, κατὰ φύσιν, συγγενής, σύγγονος, σύμφυτος, φύσιν