δασύτριχος
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δασύθριξ, Μ και δασύτριχος, -ον)
όποιος έχει πυκνές τρίχες, μαλλιαρός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. γένος κολεόπτερων εντόμων.
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
-η, -ο (AM δασύθριξ, Μ και δασύτριχος, -ον)
όποιος έχει πυκνές τρίχες, μαλλιαρός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. γένος κολεόπτερων εντόμων.