δασύτριχος

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δασύθριξ, Μ και δασύτριχος, -ον)
όποιος έχει πυκνές τρίχες, μαλλιαρός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. γένος κολεόπτερων εντόμων.