εὐπίλητος

Revision as of 11:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[ῑ], ον, well-compressed, dense, dub. l. in Arist.Sens. 438a15 (Comp.).

German (Pape)

[ῑ], wohl zusammengepreßt, dicht, Schol. Ap.Rh. 2.30; εὐπιλητότερον ὕδωρ τοῦ ἀέρος Arist. sens. 2.

Russian (Dvoretsky)

εὐπίλητος: (ῑ) густой, плотный (εὐπιλητότερον τὸ ὕδωρ τοῦ ἀέρος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπίλητος: ῑ, ον, καλῶς συμπεπιεσμένος, πυκνός, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2, 12.

Greek Monolingual

εὐπίλητος, -ον (Α)
αυτός που είναι καλά συμπιεσμένος, πυκνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πιλητός (< πιλώ «πιέζω»)].