εὐπίλητος
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
[ῑ], ον, well-compressed, dense, dub. l. in Arist.Sens. 438a15 (Comp.).
German (Pape)
[ῑ], wohl zusammengepreßt, dicht, Schol. Ap.Rh. 2.30; εὐπιλητότερον ὕδωρ τοῦ ἀέρος Arist. sens. 2.
Russian (Dvoretsky)
εὐπίλητος: (ῑ) густой, плотный (εὐπιλητότερον τὸ ὕδωρ τοῦ ἀέρος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπίλητος: ῑ, ον, καλῶς συμπεπιεσμένος, πυκνός, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2, 12.
Greek Monolingual
εὐπίλητος, -ον (Α)
αυτός που είναι καλά συμπιεσμένος, πυκνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πιλητός (< πιλώ «πιέζω»)].