κρανοποιός

Revision as of 13:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ὁ, helmetmaker, Ar.Pax 1255, SIG1177 ( = Tab.Defix.69), Poll.1.149, 7.155.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de casques.
Étymologie: κράνος, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α κρανοποιός)
αυτός που κατασκευάζει κράνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + -ποιός (< ποιῶ)].

Greek Monotonic

κρανοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής περικεφαλαίων, σε Αριστοφ.

German (Pape)

ὁ, der Helmmacher, Ar. Pax 1255.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰνοποιός:мастер шлемов или доспехов Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρανοποιός -οῦ, ὁ [κρανοποιέω] helmenfabrikant.

Middle Liddell

κρανο-ποιός, οῦ, ποιέω
a helmet-maker, Ar.