κρανοποιός

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνοποιός Medium diacritics: κρανοποιός Low diacritics: κρανοποιός Capitals: ΚΡΑΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kranopoiós Transliteration B: kranopoios Transliteration C: kranopoios Beta Code: kranopoio/s

English (LSJ)

ὁ, helmetmaker, Ar.Pax 1255, SIG1177 (= Tab.Defix.69), Poll.1.149, 7.155.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de casques.
Étymologie: κράνος, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α κρανοποιός)
αυτός που κατασκευάζει κράνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + -ποιός (< ποιῶ)].

Greek Monotonic

κρανοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής περικεφαλαίων, σε Αριστοφ.

German (Pape)

ὁ, der Helmmacher, Ar. Pax 1255.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰνοποιός:мастер шлемов или доспехов Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρανοποιός -οῦ, ὁ [κρανοποιέω] helmenfabrikant.

Middle Liddell

κρανο-ποιός, οῦ, ποιέω
a helmet-maker, Ar.