βαμβακεύτρια
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
German (Pape)
[Seite 431] ἡ, Hesych., = φαρμακεία, -κεύτρια, von
Spanish (DGE)
(βαμβᾰκεύτρια) -ας, ἡ
hechicera, maga, curandera o bien charlatana Hsch., cf. βαμβακεύτρια glos. cóm. en CGFP 343.5.