Οἰχαλιεύς
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
French (Bailly abrégé)
έως;
adj. m.
habitant d'Œkhalia ou originaire d'Œkhalia, en Étolie.
Étymologie: Οἰχαλία.
Russian (Dvoretsky)
Οἰχᾰλιεύς: έως adj. m эхалийский Hom., Plut.