ἀγυμνάστως
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
French (Bailly abrégé)
adv.
sans exercice ; ἀγυμνάστως ἔχειν πρός τι XÉN n'être pas exercé ou préparé à qch.
Étymologie: ἀγύμναστος.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
ἀγυμνάστως: без привычки: ἀ. ἔχειν πρός τι Xen. не быть приученным к чему-л.