Παρνησόνδε
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
French (Bailly abrégé)
adv.
vers le Parnasse.
Étymologie: Παρνασός, -δε.
Russian (Dvoretsky)
Παρνησόνδε: adv. к Парнасу, на Парнас Hom.
German (Pape)
nach Parnassus, Od. 19.894.