κεγχριδίας
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
[Seite 1410] ὁ, = Vorigem b, Diosc.
κεγχριδίας, ὁ (Α)
ο κεγχρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν συμφυρμού τών κεγχρίς, -ίδος + κεγχρίας.