προβατόνους

From LSJ
Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source

German (Pape)

[Seite 711] mit Schafes-, Lammessinne, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτόνους: ουν, ὁ ἔχων νοῦν προβάτου, ἄνθρωπον χοιρώδη, προβατόνουν Κ. Μανασσ. Χρον. 6150.