κεραυνοφαής

Revision as of 12:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κεραυνοφαές, flashing like lightning, πῦρ E.Tr.1103.

German (Pape)

[Seite 1423] ές, wie der Blitz leuchtend, πῦρ Eur. Tr. 1103.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brillant comme la foudre.
Étymologie: κεραυνός, φάος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνοφαής -ες [κεραυνός, φάος] flitsend als de bliksem.

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοφαής: яркий как молния (πῦρ Eur.).

Greek Monolingual

κεραυνοφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει σαν κεραυνός («κεραυνοφαὲς πῡρ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -φαής (< φάος), πρβλ. νυκτιφαής, κεραυνοφαής].

Greek Monotonic

κεραυνοφαής: -ές (φάος), αυτός που λάμπει σαν κεραυνός, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοφᾰής: -ές, λάμπων ὡς κεραυνός, Εὐρ. Τρῳ. 1103.

Middle Liddell

κεραυνο-φαής, ές φάος
flashing like thunder, Eur.