ματαιοπονία

Revision as of 06:54, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, labour in vain, Str.17.1.28, Plu.2.119e, Luc.DMort.10.8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de se donner une peine inutile.
Étymologie: ματαιοπόνος.

German (Pape)

ἡ, das vergebliche Arbeiten; Luc. d.Mort. 10.8; S.Emp. pyrrh. 2.206.

Russian (Dvoretsky)

μᾰταιοπονία:напрасный труд Plut., Luc., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοπονία: ἡ, κόπος, μάταιος, Στράβ. 806, Πλούτ. 2. 119D, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8· ― οὕτω, ματαιοπόνημα, τό, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 24.

Greek Monolingual

η (Α ματαιοπονία) ματαιοπονώ
άσκοπη, μάταιη εργασία, άγονη και ανωφελής προσπάθεια, χαμένος ή άδικος κόπος.

Greek Monotonic

μᾰταιοπονία: ἡ, μάταιος κόπος, που πηγαίνει στο βρόντο, σε Στράβ., Λουκ.