ανωφελής

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἀνωφελής, -οῦς)
1. αυτός που δεν ωφελεί, άχρηστος
2. βλαβερός, επιζήμιος.