μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
[Seite 940] ίδος, ἡ, dim. von στηθόδεσμος, LXX.
-ίδος, ἡ, ΜΑστηθόδεσμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στηθόδεσμος + κατάλ. -ίς, -ίδος].