στηθόδεσμος

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηθόδεσμος Medium diacritics: στηθόδεσμος Low diacritics: στηθόδεσμος Capitals: ΣΤΗΘΟΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: stēthódesmos Transliteration B: stēthodesmos Transliteration C: stithodesmos Beta Code: sthqo/desmos

English (LSJ)

ὁ, v. στηθοδέσμη.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ειδικός επίδεσμος που χρησιμεύει για τη συγκράτηση του γυναικείου στήθους, κν. σουτιέν
νεοελλ.
1. ελαστικός ζωστήρας για τον θώρακα ή τη μέση τών γυναικών, κν. κορσές
2. ιατρ. (κυρίως σε περιπτώσεις παθήσεων της σπονδυλικής στήλης ή στρεβλοτήτων) ειδικό ορθοπεδικό όργανο το οποίο περιβάλλει τον κορμό από τη λεκάνη μέχρι τους ώμους για στήριξη και ακινητοποίηση της σπονδυλικής στήλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + δεσμός.

German (Pape)

ὁ, Brustbinde, Poll. 7.69 und andere Spätere