στηθόδεσμος
From LSJ
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
English (LSJ)
ὁ, v. στηθοδέσμη.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
ειδικός επίδεσμος που χρησιμεύει για τη συγκράτηση του γυναικείου στήθους, κν. σουτιέν
νεοελλ.
1. ελαστικός ζωστήρας για τον θώρακα ή τη μέση τών γυναικών, κν. κορσές
2. ιατρ. (κυρίως σε περιπτώσεις παθήσεων της σπονδυλικής στήλης ή στρεβλοτήτων) ειδικό ορθοπεδικό όργανο το οποίο περιβάλλει τον κορμό από τη λεκάνη μέχρι τους ώμους για στήριξη και ακινητοποίηση της σπονδυλικής στήλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + δεσμός.
German (Pape)
ὁ, Brustbinde, Poll. 7.69 und andere Spätere