ἅλιμος

Revision as of 10:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἅλιμον, (ἅλς)
A of the sea or belonging to the sea, ὄτοβος Trag.Adesp.247; τὰ ἅλιμα = seaside, LXX Je.17.6.
II as substantive, ἅλιμον, τό, tree purslane, Atriplex halimus, Antiph.160, Thphr. HP 4.16.5, Dsc.1.91 (ἅλιμος, ὁ, Ps.-Dsc.ibid.). (sometimes written ἄλιμον, cf. AB376.)

Spanish (DGE)

(ἅλῐμος) -ον
• Alolema(s): ἄλιμον Gal.11.821
• Grafía: prob. graf. ἀλίμων por ἅλιμον Lex.Seg.19.16
• Prosodia: [ᾰ]
I marítimo ὄτοβος Trag.Adesp.247.
II subst. τὸ ἅλιμον
1 τὰ ἅλιμα lugares costeros e.e. lugares salobres κατασκηνώσει ἐν ἁλίμοις καὶ ἐν ἐρήμῳ LXX Ie.17.6.
2 bot. orzaga, osagra, salado, Atriplex halimus L., Antiph.158, Thphr.HP 4.16.5, LXX Ib.30.4, Dsc.1.91, Gal.l.c., Hsch., Lex.Seg.l.c., AB 376.23.

German (Pape)

[Seite 96] ον, salzig, Antiphan. Ath. IV, 161 a; ὁ ἅλ., auch τὸ ἅλιμον, eine Art strauchartiger Spinat, Theophr. (atriplex halimus).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de mer.
Étymologie: ἅλς¹.

Greek (Liddell-Scott)

ἅλῐμος: -ον, (ἅλς) ἀνήκων εἰς τὴν θάλασσαν, θαλάσσιος, Λατ. marinus, Ἡσύχ. «ἅλιμα, θαλάσσια», γῆ ἁλμυρὰ παρὰ τὴν θάλασσαν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιζ΄, 6). ΙΙ. ὡς ουσιαστ., ἅλιμον, τὸ, θάμνος φυόμενος παρὰ τὴν θάλασσαν, «ἁρμυρήθρα» Ἀντιφ. ἐν «Μνήμασι» 1. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 16, 5· παρὰ Διοσκ. ἀρσ. ὁ ἅλιμος, «θάμνος ἐστὶ φραγμίτης, ὑπόλευκος, οὐκ ἔχων ἀκάνθας, φύλλα δὲ ἐλαίᾳ παραπλήσια, πλατύτερα μέντοι καὶ ἁπαλώτερα· φύεται ἐν παραθαλασσίοις καὶ φραγμοῖς» 1.120.