ἐκνεάζω
English (LSJ)
A grow up afresh, σπόρος κατ' ἔτος ἐκνεάζων Luc.Am. 33. II replace from fresh crop, PAmh.2.147.9(iv/v A.D.).
German (Pape)
[Seite 770] jugendlich aufwachsen, Luc. Amor. 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκνεάζω: φύομαι ἐκ νέου, γίνομαι πάλιν νέος, σπόρον δὲ πυροῦ καὶ κριθῆς εἶδον … κατ’ ἔτος ἐκνεάζοντα Λουκ. Ἔρωτες 33.