ἀπρόσμαχος

Revision as of 11:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἀπρόσμαχον, irresistible, S. Tr.1098; τινί Luc.Tox.48.

Spanish (DGE)

(ἀπρόσμᾰχος) -ον
1 de pers. y abstr. irresistible, contra quien no se puede luchar τέρας S.Tr.1098, θηρίου ὄψις Luc.Dom.22, σοφία Luc.Fug.10, εἶδος Orph.H.1.6, εὖχος Orph.H.72.4, cf. Posidonius 2, Poll.1.157
c. dat. τὸ τοιοῦτο σύνταγμα ... ἀπρόσμαχον τοῖς ἐχθροῖς Luc.Tox.48, ὁ Ἀντίγονος καὶ ἦν τοῖς ὅλοις ἀ. Epit.Heidel.3.2.
2 de cosas inexpugnable τὸ ἀ. ... τοῦ πύργου μέρος Polyaen.2.27.2.

German (Pape)

[Seite 339] unüberwindlich, τέρας, der Cerberus, Soph. Tr. 1088; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contre qui l'on ne peut combattre, irrésistible.
Étymologie: , προσμάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσμᾰχος: неодолимый, непобедимый (τέρας Soph.; φάλαγξ Plut.; ἀ. τοῖς ἐχθροῖς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσμαχος: -ον, ἀκαταμάχητος, ἀκαταγώνιστος, Σοφ. Τρ. 1098· τινὶ Λουκ. Τόξ. 48.

Greek Monolingual

ἀπρόσμαχος, -ον (Α)
ακατανίκητος, ακαταμάχητος.

Greek Monotonic

ἀπρόσμᾰχος: -ον (προσμάχομαι), ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος, σε Σοφ.

Middle Liddell

προσμάχομαι
irresistible, Soph.

English (Woodhouse)

irresistable