ἀπρόσμαχος

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσμᾰχος Medium diacritics: ἀπρόσμαχος Low diacritics: απρόσμαχος Capitals: ΑΠΡΟΣΜΑΧΟΣ
Transliteration A: aprósmachos Transliteration B: aprosmachos Transliteration C: aprosmachos Beta Code: a)pro/smaxos

English (LSJ)

ἀπρόσμαχον, irresistible, S. Tr.1098; τινί Luc.Tox.48.

Spanish (DGE)

(ἀπρόσμᾰχος) -ον
1 de pers. y abstr. irresistible, contra quien no se puede luchar τέρας S.Tr.1098, θηρίου ὄψις Luc.Dom.22, σοφία Luc.Fug.10, εἶδος Orph.H.1.6, εὖχος Orph.H.72.4, cf. Posidonius 2, Poll.1.157
c. dat. τὸ τοιοῦτο σύνταγμα ... ἀπρόσμαχον τοῖς ἐχθροῖς Luc.Tox.48, ὁ Ἀντίγονος καὶ ἦν τοῖς ὅλοις ἀ. Epit.Heidel.3.2.
2 de cosas inexpugnable τὸ ἀ. ... τοῦ πύργου μέρος Polyaen.2.27.2.

German (Pape)

[Seite 339] unüberwindlich, τέρας, der Cerberus, Soph. Tr. 1088; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contre qui l'on ne peut combattre, irrésistible.
Étymologie: , προσμάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσμᾰχος: неодолимый, непобедимый (τέρας Soph.; φάλαγξ Plut.; ἀ. τοῖς ἐχθροῖς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσμαχος: -ον, ἀκαταμάχητος, ἀκαταγώνιστος, Σοφ. Τρ. 1098· τινὶ Λουκ. Τόξ. 48.

Greek Monolingual

ἀπρόσμαχος, -ον (Α)
ακατανίκητος, ακαταμάχητος.

Greek Monotonic

ἀπρόσμᾰχος: -ον (προσμάχομαι), ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος, σε Σοφ.

Middle Liddell

προσμάχομαι
irresistible, Soph.

English (Woodhouse)

irresistable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

irresistible

Asturian: irresistible; Bulgarian: неотразим, неудържим; Catalan: irresistible; Chinese Mandarin: 不可抗拒; Czech: neodolatelný; Dutch: onweerstaanbaar; Finnish: vastustamaton; French: irrésistible; Galician: irresistible, irresistíbel; German: unwiderstehlich; Greek: ακαταμάχητος; Ancient Greek: ἄαπτος, ἀβιαστικός, ἀβίαστος, ἀδήριτος, ἄητος, ἀκατακράτητος, ἀκατάπαυστος, ἀμαιμάκετος, ἀμάχανος, ἀμάχετος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμήχανος, ἀνανταγώνιστος, ἀνύποιστος, ἀνυπόστατος, ἀπαραίτητος, ἀπροσάντητος, ἀπροσμάχητος, ἀπρόσμαχος, ἀπρόσοιστος, ἄσχετος, ἀφόρητος, δεινός, δυσκαρτέρητος, δυσπαλής, δυσυπόστατος, φορητός; Hungarian: ellenállhatatlan; Italian: irresistibile; Japanese: 逆らえない, 抗えない; Manx: neuhassooagh-noi; Maori: mōtohe; Norwegian Bokmål: uimotståelig; Nynorsk: uimotståeleg; Polish: nieodparty; Portuguese: irresistível; Romanian: irezistibil; Russian: неотразимый; Spanish: irresistible; Swedish: oemotståndlig

invincible

Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний