γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
[Seite 226] ep. gedehnte Form für μῶμαι, μάομαι.
μώομαι: Ἐπ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ μάομαι.