άθαπτος

From LSJ
Revision as of 07:11, 17 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "German: unbegraben; Greek: άθαφτος; Ancient Greek: ἄταφος, ἄθαπτος; Latin: insepultus, intumulatus; Manx: gyn oanluckey, neuoanluckit" to "German: unbeerdigt, unbegraben; Greek:...)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

άθαπτος και άθαφτος, -η, -ο (Α ἄθαπτος, -ον) θάπτω
1. αυτός που δεν έχει ταφεί, ο άταφος
2. (για άψυχα) που δεν έχει καλυφθεί με χώμα
νεοελλ.
1. ακήδευτος
2. αυτός που δεν «θάφτηκε», δεν κακολογήθηκε
αρχ.
ο ανάξιος ταφής.

Translations

unburied

German: unbeerdigt, unbegraben; Greek: άταφος, άθαφτος, άθαπτος; Ancient Greek: ἄταφος, ἄθαπτος; Latin: insepultus, intumulatus; Manx: gyn oanluckey, neuoanluckit