ανάξιος

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο (Α ἀνάξιος, -ία, -ιον και αττ. -ιος, -ιον)
1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα
2. αυτός που δεν του πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι
3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος, μηδαμινός, ασήμαντος
4. (το ουδέτερο στον ενικό - ή στον πληθυντικό για τα αρχαία - ως ουσιαστικό) το ανάξιο(ν) ή τα ανάξια ανάρμοστο, απρεπές
νεοελλ.
1. ανίκανος, ανεπιτήδειος, ακατάλληλος
2. αυτός που δεν έχει ηθική αξία, αξιόμεμπτος, ανήθικος
3. (ειδικότερα στα Εκκλ.) ο ακατάλληλος για το ιερατικό σχήμα
η λ. «ανάξιος!» λέγεται ως αποδοκιμαστική επιφώνηση μέσα στον ναό από αυτούς που έχουν αντιρρήσεις για τη χειροτονία του υποψήφιου (πρβλ. άξιος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερητικό + ἄξιος.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αναξιότητα (-ότης) νεοελλ. αναξιοσύνη.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναξιόμισθος, αναξιοπαθής].
(II)
ἀνάξιος, -ον (Μ) ἄναξ
αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε άνακτα, σε βασιλιά, βασιλικός, λαμπρός.

Translations

unworthy

Bulgarian: недостоен; Catalan: indigne; Chinese Mandarin: 不肖; Czech: nehodný; Danish: uværdig; Esperanto: maldigna, malinda; Finnish: arvoton, kelvoton, vähäarvoinen, helppohintainen; French: indigne; Galician: indigno; German: unwürdig; Greek: ανάξιος; Ancient Greek: ἀνάξιος; Icelandic: óverðugur; Italian: non degno, indegno, immeritevole; Kurdish Central Kurdish: ناشایستە‎, ناموستەحەق‎, ئائل‎; Latin: indignus; Manx: neufeeu, neughoaieagh; Plautdietsch: onwirdich; Polish: niegodny, niegodzien, niewart; Russian: недостойный; Spanish: indigno; Swedish: ovärdig; Telugu: అనర్హము; Tocharian B: mā-aṣām