άταφος
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
-η, -ο (AM ἄταφος, -ον) θάπτω
άθαφτος
αρχ.
φρ. «ἄταφοι πράξεις» — η άρνηση των τελετών της ταφής.