βωνίτης
English (LSJ)
βωνίτου, Dor. βωνίτας, ὁ, βουκόλος, Call.Fr.157, Choerob.in An.Ox.1.184, Hsch.; but βουνιτῇσι· τοῖς βουκόλοις, Suid.
Spanish (DGE)
v. βουνίτης.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βωνίτης: Δωρ. άντὶ βουνίτης.
Frisk Etymological English
See also: s. βουνός
Frisk Etymology German
βωνίτης: -τας
{bōnítēs}
Grammar: m.
Meaning: βουκόλος (Kall., H., Suid.).
Etymology: Eig. dor. für βουνίτης (von βουνός, s. d.; vgl. βωνίτας· τοὺς ἐν ἀγρῳ̃ H.) mit volksetymologischem Anschluß an βοῦς, βῶς. Redard Les noms grecs en -της 39. — Nicht mit Baunack Phil. 70, 367 = *βωϝίτας.
Page 1,279-280