βουνίτης

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουνίτης Medium diacritics: βουνίτης Low diacritics: βουνίτης Capitals: ΒΟΥΝΙΤΗΣ
Transliteration A: bounítēs Transliteration B: bounitēs Transliteration C: vounitis Beta Code: bouni/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A dweller on the hills, of Pan, AP6.106 (Zon.).
II cf. βωνίτης.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. βωνίτης Call.Fr.251, Hsch., EM 218.22G.
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [plu. dat. βωνίτῃσιν Call.l.c.]
1 montaraz de Pan AP 6.106 (Zon.).
2 boyero Call.l.c., Hsch., Sud., EM l.c.
interpr. tb. como campesino Hsch.

German (Pape)

[Seite 458] ὁ, Hügelbewohner, Pan, Zon. 4 (VI, 106). – Aber β. οἶνος, Wein aus βούνιον, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui vit sur les collines.
Étymologie: βουνός.

Russian (Dvoretsky)

βουνίτης: ου (ῑ) ὁ житель холмов (эпитет Пана) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

βουνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, κάτοικος τῶν βουνῶν ἐπὶ τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 106. 2) =βούτης, Σουΐδ. -Ὁ Δωρ. τύπος βωνίτης παρ’ Ἡσυχ. καὶ Καλλ. Ἀποσπ. 157. ΙΙ. κατεσκευασμένος ἐκ βουνίου ἢ παρεσκευασμένος δι’ αὐτοῦ, ἔχων τὴν εὐωδίαν αὐτοῦ, Διοσκ. 5. 56.

Greek Monolingual

ο (Α βουνίτης) βουνός, αυτός που κατοικεί στα βουνά.

Greek Monotonic

βουνίτης: [ῑ], -ου, ὁ (βουνός), κάτοικος των βουνών, σε Ανθ.

Middle Liddell

βουνός
a dweller on the hills, Anth.