πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
[Seite 125] τό, Diosc., minium, Zinnober.
ἄμμιον: τό, (ἄμμος) = κιννάβαρι ἐν τῇ ἀμμώδει αὑτοῦ καταστάσει. Λατ. minium, Διοσκ. 5. 110· πρβλ. Θεοφρ. Λιθ. 58.