τσιγγουνιά
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
τσιγγουνιά και τσιγκουνιά, η, Ν τσιγγούνης / τσιγκούνης = φιλαργυρία.