ἀήσσητος
English (LSJ)
Att. ἀήττητος, ον,
A unconquered, not beaten, Th.6.70, Lys.33.7, D.18.247, AP7.741 (Crin.), etc.; esp. of the Stoic sage, Zeno Stoic.1.53,etc. 2 unconquerable, Pl.R.375b, Phld.D.3Fr.88b.
German (Pape)
[Seite 44] unbesiegt, Thuc. 6, 70, s. ἀήττητος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀήσσητος: Ἀττ. ἀήττητος, ον, ἀνίκητος, μὴ ἡττηθείς, Θουκ. 6. 70. Λυσ. 914, ἐν τέλ., Δημ. 309, 17. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ νικήσῃ, Πλάτ. Πολ. 375Β.