Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die
εὔλειμος, -ον (Α)ευλείμων («σῖγα δ' εὔλειμος νάπη φύλλ' εἶχε», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -λειμος (< λειμών «λιβάδι»), πρβλ. ευρύλειμος].