ημίβιος
From LSJ
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
ἡμίβιος, -ον (Α)
μισοζωντανός, ημιθανής, μισοπεθαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -βιος (< βίος), πρβλ. αμφίβιος, έμβιος].