ημίβιος
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
ἡμίβιος, -ον (Α)
μισοζωντανός, ημιθανής, μισοπεθαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -βιος (< βίος), πρβλ. αμφίβιος, έμβιος].