ισόγραμμος
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που έχει ίσες γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. λεπτόγραμμος, μονόγραμμος].