μονόγραμμος

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόγραμμος Medium diacritics: μονόγραμμος Low diacritics: μονόγραμμος Capitals: ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: monógrammos Transliteration B: monogrammos Transliteration C: monogrammos Beta Code: mono/grammos

English (LSJ)

μονόγραμμον, drawn with single lines, outlined, Epicur. ap. Cic.ND2.23 (p.234 U.).

German (Pape)

[Seite 202] aus einer Linie bestehend, Sp.; auch = nur aus Linien bestehend, von Zeichnungen, die nur aus Linien bestehen, Umriß.

Greek (Liddell-Scott)

μονόγραμμος: -ον, ὁ ἐκ μιᾶς γραμμῆς μόνον ἀποτελούμενος, ζωγραφία ἐκ γραμμῶν μόνον ἀποτελουμένη, σκιαγραφία, Ἐπίκουρ. παρὰ τῷ Κικέρωνι ἐν Ν. D. 2. 23· τὸ μονόγραμμον = μονογράφημα, Εὐδοκ. Μ. 375.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόγραμμος, -ον)
αυτός που αποτελείται από μία μόνο γραμμή
αρχ.
1. (για ζωγραφιά) αυτή που σύγκειται μόνο, από γραμμές ιχνογράφημα, σκίτσο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόγραμμον
είδος ιχνογραφήματος που αποτελείται μόνο από γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + γραμμή (πρβλ. λεπτό-γραμμος)].