κεφαλόδεσμον
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
κεφαλόδεσμον: τό, = κεφαλόδεσμος, Ἰω. Χρυσ. Ι. 242Α.
Greek Monolingual
κεφαλόδεσμον, τὸ (Α)
κεφαλόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -δεσμον (< δεσμόν < δέω (II) «δένω»), πρβλ. ζυγόδεσμον, σκελόδεσμον].
κεφαλόδεσμον: τό, = κεφαλόδεσμος, Ἰω. Χρυσ. Ι. 242Α.
κεφαλόδεσμον, τὸ (Α)
κεφαλόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -δεσμον (< δεσμόν < δέω (II) «δένω»), πρβλ. ζυγόδεσμον, σκελόδεσμον].