ἑρμογλυφεύς

Revision as of 11:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-εως, ὁ, carver of Hermae: generally, statuary, Luc.Somn.2, Plu.2.580e.

German (Pape)

[Seite 1033] ὁ, Hermenschnitzer, übh. Bildhauer, Luc. somn. 2.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
sculpteur d'hermès ; statuaire en gén.
Étymologie: Ἑρμῆς, γλύφω.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμογλῠφεύς: έως ὁ ваятель герм, скульптор Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμογλῠφεύς: έως, ὁ, γλύπτης Ἑρμῶν· καθόλου, γλύπτης, ἀγαλματοποιός, συναρμοστὴν καὶ ἑρμογλυφέα Λουκ. Ἐνυπν. 2. Πλούτ. 2. 580Ε, πρβλ. Θωμᾶν Μάγιστ. 365, καὶ ἴδε τὴν λ. ἑρμογλύφος.

Greek Monolingual

ἑρμογλυφεύς, ὁ (AM) γλυφεύς
ο ερμογλύψος.

Greek Monotonic

ἑρμογλῠφεύς: -έως, ὁ, γλύπτης των Ερμών· γενικά, γλύπτης, αγαλματοποιός, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἑρμο-γλῠφεύς, έως,
a carver of Hermae: generally, a statuary, Luc.