κυριόλεκτος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1536] im eigentlichen Sinne gesagt, gebraucht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυριόλεκτος: -ον, ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ λεγόμενος ἢ τιθέμενος, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 891D, κλ.
[Seite 1536] im eigentlichen Sinne gesagt, gebraucht, Sp.
κυριόλεκτος: -ον, ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ λεγόμενος ἢ τιθέμενος, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 891D, κλ.