κυριόλεκτος

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source

German (Pape)

[Seite 1536] im eigentlichen Sinne gesagt, gebraucht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυριόλεκτος: -ον, ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ λεγόμενος ἢ τιθέμενος, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 891D, κλ.

Greek Monolingual

κυριόλεκτος, -ον (AM)
αυτός που λέγεται ή γράφεται ή εννοείται με την κύρια σημασία, κυριολεκτικός
αρχ.
αυτός που πήρε το όνομά του από τον Κύριο.
επίρρ...
κυριολέκτως (Α)
με κυριολεξία, κυριολεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. δύσλεκτος, πολύλεκτος].