φωτιστήριον

Revision as of 09:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό, lanternwindow, Glossaria (pl.).

German (Pape)

[Seite 1323] τό, Erleuchtungsort. – Bei den K. S. = φώτισμα.

Greek (Liddell-Scott)

φωτιστήριον: τό, βαπτιστήριον, Σωκράτ. Ἐκκλ. Ἱστορ. 3. 7, 4, κλπ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
εκκλ. τόπος στον οποίο τελείται το μυστήριο του βαπτίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. γυμναστήριον)].