κακόψυχος

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

German (Pape)

[Seite 1305] kleinmüthig, verzagt?

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κακόψυχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κακή ψυχή, μοχθηρός, κακός.
επίρρ...
κακόψυχα
μσν.
(για άρρωστο) σε άσχημη κατάσταση, του θανατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. καλό-ψυχος, ολό-ψυχος].