ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
στοά, στοιά, στοίη, στωϊά, τετράστυλον, μεταστύλιον, περίστυλον, στύλωσις, διάστυλα