ξένισις

Revision as of 13:25, 25 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ξενίζω) entertainment of a guest or stranger, ξ. ποιεῖσθαί τινων Th.6.46.

German (Pape)

[Seite 277] ἡ, Bewirthung eines Fremden od. eines Gastfreundes, ξ. ποιεῖσθαι, Thuc. 6, 46.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
réception d'un étranger.
Étymologie: ξενίζω.

Russian (Dvoretsky)

ξένισις: εως ἡ прием, угощение гостя или иностранца (ξένισιν ποιεῖσθαί τινος Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ξένῐσις: ἡ, (ξενίζω) ἡ περιποίησις φίλου ἢ ξένου, ξενίσεις ποιούμενοι τῶν τριηριτῶν Θουκ. 6. 46.

Greek Monolingual

ξένισις, ἡ (Α) ξενίζω
η περιποίηση ξένου ή φίλου, η φιλοξενία.

Greek Monotonic

ξένῐσις: ἡ (ξενίζω), περιποίηση που προορίζεται για φιλοξενουμένους, σε Θουκ.

Middle Liddell

ξένῐσις, ιος, ἡ, ξενίζω
the entertainment of guests, Thuc.

Spanish > Greek

entretenimiento, diversión, espectáculo