σκορδινισμός
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
German (Pape)
[Seite 904] ὁ, = σκορδίνημα, Galen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκορδινισμός -οῦ, ὁ [σκορδινάομαι] het zich strekken of uitrekken.