ἑνδέκατος
English (LSJ)
η, ον,
A eleventh, Od.3.391, etc.; ἑνδεκάτη (sc. ἡμέρη), ἡ, eleventh day, 2.374.
German (Pape)
[Seite 832] η, ον, der elfte, von Hom. an überall.
Greek (Liddell-Scott)
ἑνδέκατος: -η, -ον, ἑνδεκάτη τε καὶ δωδεκάτη τε (ἐνν. ἡμέρα) Ὀδ. Β. 374· τῇ ἑνδεκάτῃ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας Ξεν. Ἀν. 1. 7. 18, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 2, κλ. - Ἑνδέκατος, μὴν Φωκέων ἀντιστοιχῶν τῷ τῶν Δελφῶν Βουκατίῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν W. et F 90.