καταρραίνω

Revision as of 07:26, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A besprinkle, οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ Hp.Art.63; βίβλους ζωμῷ D.S.34.1: without dat., Ath.10.453a:—Pass. (pf. part. καταρερασμένος), Apollon. ap. Gal.12.504; of a spotted snake, κατέρρανται στιγμαῖς Philum.Ven.23.1.
II sprinkle, ὕδωρ Gp.2.32.1 (Pass.):—Pass., S.E.P.1.55.

French (Bailly abrégé)

arroser ; Pass. être arrosé de, τινι.
Étymologie: κατά, ῥαίνω.

German (Pape)

besprengen, benetzen, Ath. X.453a und andere Spätere; τῆς θαλάττης ἐλαίῳ καταρραινομένης Plut. qu.nat. 12; τὸ ἔλαιον καταρραινόμενον S.Emp. pyrrh. 1.55.

Russian (Dvoretsky)

καταρραίνω: струить, поливать: τὸ ἔλαιον καταρραινόμενον Sext. налитое масло; ἐλοίῳ καταρραινόμενος Plut. политый маслом.

Greek (Liddell-Scott)

καταρραίνω: ἀόρ. κατέρρανα, καταρραντίζω, καταχέω ὑγρόν τι ἠρέμα καὶ κατὰ σταγόνας, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, Ἀθήν. 453Α· τινί, μὲ πρᾶγμά τι, τῷ ζωμῷ τάς ἱερὰς βίβλους κατρρᾶναι Διοδ. Ἐκλογ. 525. 61.- Παθ. (καὶ μεταφορ.) ὅσα φύλλοις κατερράδατο (γ΄ πληθυντ. ὑπερσ.) (τὸ ἁπλοῦν ἐρράδατο Ὁμ. Ἰλ. Μ. 431) Βυζ· τὸ ἔλαιον καταρραινόμενον Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 85· τῆς θαλάσσης ἐλαίῳ καταρραινομένης Πλούτ. 2. 914F· τὸ καταρρανθὲν ὕδωρ Γεωπ. 2. 32, 1.

Spanish

rociar

Greek Monolingual

καταρραίνω (AM)
ραντίζω με υγρό, ρίχνω υγρό για ράντισμα («καταρραίνειν οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥαίνω «ραντίζω, ποτίζω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ρραίνω [κατά, ῥαίνω] besprenkelen.

Léxico de magia

rociar αἷμα ἔγχεον εἰς ἀγγεῖον καὶ ἔξω κατάρανον vierte sangre en un recipiente y rocíala fuera SM 100 5