Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
[Seite 665] ές, sehr leuchtend, Luc. V. H. 1, 20.
-ές, Απολύ λαμπερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. αει-λαμπής].